- ξυλοποικιλτική
- Είναι η εργασία κατά την οποία επικολούνται σε ξύλινη βάση, λεπτές πλάκες από ξύλο, ή από μέταλλο ή άλλη ύλη σε διάφορα χρώματα με τα οποία σχηματίζονται ορισμένα σχέδια. Η ξ. τέχνη εμφανίστηκε πρώτα κατά τον Μεσαίωνα. Αρχικά περιορίζονταν στην εναλλαγή του λευκού χρώματος προς το μαύρο. Σπουδαιότερο κέντρο της τέχνης αυτής ήταν η Βενετία επί πολλά χρόνια. Ο Τζιοβάννι ντα Βαρόνα έδωσε αποχρώσεις στο ξύλο βουτώντας το σε οξέα και λάδι. Με την τέχνη αυτή ασχολήθηκαν οι Ντομένικο ντι Μαριέτο, Τζιρόλαμο ντέλλα Σέκα, Μπάτσιο Σελίνι και άλλοι. Toν 16o αι. αναδείχτηκαν στη Βερόνα και στην Μπρέσκια οι κληρικοί Τζιοβάννι, Ραφαέλο, Νταμιάνο. Στο δεύτερο μισό του 16ου αι. συναγωνίζονται τους Ιταλούς οι Γερμανοί και οι Φλαμανδοί. Τα έπιπλα ρυθμού Λουδοβίκου ΙΓ΄ στολίζονται με πολύτιμη ξ. Ο Μπουλλ συνδύασε τα όστρακα με το χαλκό και τον κασσίτερο, οπότε η ξ. φτάνει στο απόγειο του ρυθμού του Λουδοβίκου ΙΔ’. Επί εποχής Λουδοβίκου IE’ η ξ. εγκαταλείφθηκε γιατί χρησιμοποιήθηκαν τα βερνίκια και η λάκα. Την επανέφεραν όμως στο ρυθμό Λουδοβίκου ΙΣ’ οι τεχνίτες Ρίζενερ, Ντυπερόν, Εμπέν κ.ά.
Στην ξ. εντάσσονται και ξυλόγλυπτα αγάλματα εφόσον έχουν χρώματα ή ένθετες ψηφίδες που επιτείνουν τον ρεαλισμό των έργων ή τα διακοσμούν.
Ξυλοποικιλτική. Χαρακτηριστική διακόσμηση κινέζικου ξύλινου αγάλματος του 9oυ ή 10ου αιώνα, που βρίσκεται στο παρισινό Μουσείο Γκιμέ.
Τεχνίτης που ασχολείται με τη διακόσμηση κάρου στην Κόστα Ρίκα. Κάρα του είδους συνηθίζονται πολύ και σε ασιατικές χώρες.
* * *ηεργασία που συνίσταται στην επικόλληση, πάνω σε ξύλινη επιφάνεια, λεπτών πολύχρωμων πλακών από ξύλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, με τα οποία σχηματίζεται ορισμένο σχέδιο, ή στο σκάλισμα διαφόρων σχεδίων πάνω σε ξύλινη επιφάνεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + ποικιλτική «τεχνική διακόσμησης»].
Dictionary of Greek. 2013.